ακμηνος

ακμηνος
    I.
    ἀκμηνός
    3
    достигший полной высоты, высокий
    

(θάμνος ἐλαίης Hom.)

    II.
    ἄκμηνος
    2
    не евший, натощак
    

(ἄ. καὴ ἄπαστος Hom.)

    ἄ. πόσιος καὴ ἐδητύος Hom. — без питья и без пищи


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ακμηνος" в других словарях:

  • άκμηνος — ἄκμηνος, ον (Α) ο νηστικός, αυτός που δεν έχει φάει ή δεν θέλει να φάει τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι σχολιαστές συνδέουν το επίθ. με την αιολ. λ. ἄκμη, που κατά τον Ησύχιο: ἄκμα «νηστεία, ένδεια»] …   Dictionary of Greek

  • ακμηνός — ἀκμηνός, ή, ὸν (Α) [ἀκμή] αυτός που βρίσκεται σε μεγάλη ανάπτυξη, ο ακμαίος …   Dictionary of Greek

  • ἀκμηνός — full grown masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκμηνος — fasting from masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκμηνον — ἄκμηνος fasting from masc/fem acc sg ἄκμηνος fasting from neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκμηνούς — ἀκμηνός full grown masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκμήνους — ἄκμηνος fasting from masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκμηνοι — ἄκμηνος fasting from masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… …   Dictionary of Greek

  • ἀκμηνάς — ἀκμηνά̱ς , ἀκμηνός full grown fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • kemǝ-, komǝ-, kmā- —     kemǝ , komǝ , kmā     English meaning: piece     Deutsche Übersetzung: “Bissen”?     Material: Gk. ἄκμηνος “ without Imbiß, hungry”, ἄκμᾱ (Eol.) νηστεία, ἔνδεια Hes.; zero grade κομῶσα γέμουσα Hes.? Ltv. kumuôss “morsel, mouthful” ( um… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»